Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

Τι πρέπει να γίνει για να σταματήσουν οι πόλεμοι;

        

Πόλεμος είναι η οργανωμένη ένοπλη διαμάχη μεταξύ κρατών ή κοινωνικών τάξεων. Αιτίες αυτής της διαμάχης είναι οικονομικές ή κοινωνικές.

Στην πρωτόγονη εποχή, αιτία πολέμου μεταξύ των φυλών αποτελούσε η κυριαρχία εδαφικών περιοχών, πλούσιων σε θηράματα και τροφές. Με την ανάπτυξη της γεωργίας και τη δημιουργία πλεονάσματος τροφής και, αντίστοιχα, πλούσιων φεουδαρχών και φτωχών δουλοπάροικων, οι πόλεμοι αναβαθμίστηκαν. Μισθοφορικοί στρατοί των δυνατών μαζί με φτωχούς αγρότες επιτίθονταν στις χώρες άλλων φεουδαρχών με αντίστοιχους στρατούς, για να κατακτήσουν τις εκτάσεις τους και τον πλούτο τους.

Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου, πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνία έχουν από τη μια πλευρά οι πλούσιοι έμποροι και οι βιομήχανοι και από την άλλη η εργατική τάξη. Ο στρατός είναι πιο οργανωμένος, περισσότερο εξοπλισμένος και οι πόλεμοι γίνονται για το μοίρασμα των αγορών και των αποικιών μεταξύ των οικονομικά δυνατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από τις φτερούγες του φασισμού και του εθνικισμού, καλύπτονταν συμφέροντα οικονομικά δυνατών ομάδων της Γερμανίας και γενικά όλου του Άξονα.

Στη σημερινή εποχή, οι πόλεμοι γίνονται για την κυριαρχία των ενεργειακών πόρων από τους οικονομικά ισχυρούς. Οι πόλεμοι στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στη Λιβύη και τώρα στην Ουκρανία δεν είναι τίποτα άλλο παρά πόλεμοι οικονομικών συμφερόντων. Όλοι τους τρέφονται με το αίμα των απλών φτωχών ανθρώπων που τίποτα δεν έχουν να κερδίσουν από αυτούς του άδικους πολέμους, οι οποίο γίνονται για τα συμφέροντα των λίγων.

Υπάρχουν όμως και δίκαιοι πόλεμοι. Και τέτοιοι πρέπει να θεωρούνται αυτοί που γίνονται για την ισότητα, την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Ιστορικά παραδείγματα τέτοιων πολέμων αποτελούν η επανάσταση των δούλων με αρχηγό τους τον Σπάρτακο ενάντια στην πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση, οι εμφύλιοι πόλεμοι στη Γαλλία ενάντια στον μοναρχισμό την περίοδο 1830 – 1848, η Ελληνική Επανάσταση του 1821, το έπος της Ελληνικής Εθνικής Αντίσταση την περίοδο 1940 – 1944 κατά του φασισμού και πολλά άλλα.

Η σημαντική διαφορά μεταξύ των δίκαιων και των άδικων πολέμων είναι ότι στους πρώτους η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, με ένοπλο οργανωμένο αγώνα, επαναστατεί ενάντια στην αδικία, στην εκμετάλλευση και στην ανισότητα, ενώ στους δεύτερους θυσιάζεται ο λαός για τα συμφέροντα των δυνατών και των λίγων.

         Μετά από όλα αυτά, για να σταματήσουν οι άδικοι πόλεμοι θα πρέπει να πάψει πια ο πλούτος να συσσωρεύεται στα χέρια των λίγων και να αποτελέσει κτήμα όλου του λαού, ο οποίος και τον παράγει. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει είτε να πειστούν οι δυνατοί να παραχωρήσουν την περιουσία τους στο λαό, πράγμα που ξεπερνά τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, είτε να τους αφαιρεθεί από τον λαό με έναν δίκαιο πόλεμο που θα είναι και ο τελευταίος.

                                                               Ιούνιος 2022

Βασίλης Σταυρόπουλος, 3ο Γυμνάσιο Μοσχάτου, Β4

 

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Με αφορμή το ποίημα του Τόλη Νικηφόρου «Όταν πεθαίνει ένα παιδί» και τον πίνακα ζωγραφικής του Βλάση Κανιάρη «Τοπίο».

 

Ο Βλάσης Κανιάρης (1928 – 2011) ήταν απ’ τους πιο τολμηρούς και πρωτότυπους  εκπροσώπους της ελληνικής πρωτοπορίας με αναγνωρισμένη δράση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, με θητεία στη ζωγραφική, στην αφαίρεση και στο κολλάζ και στην τέχνη του χώρου. Το έργο του «Τοπίο» δημιουργήθηκε το 1970. Την περίοδο, δηλαδή, που η Ελλάδα βρίσκεται υπό το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών του Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε πει τη ρήση ότι « Η Ελλάδα ασθενεί, γι’ αυτό και πρέπει να μπει στον γύψο». Στο έργο, μέσα από μια γαλάζια, ζωγραφικά ευαίσθητη επιφάνεια αναδύονται χέρια που μοιάζουν να έχουν βγει από γύψινο εκμαγείο. Χειρονομούν, άλλοτε απειλητικά (σφιγμένη γροθιά) άλλοτε παρακλητικά, κάποιο έχει βγει με κομμένα δάχτυλα, θέλοντας έτσι να διαμαρτυρηθούν. Με αυτό τον τρόπο ο καλλιτέχνης προβάλλει το πολιτικό μήνυμα ότι πρέπει επιτέλους να βγούμε από το «γύψο» της δικτατορίας, ακόμη  και αν αυτό αφήσει τραύματα (κομμένα δάχτυλα) και να προβάλλουμε τον δημοκρατικό λόγο, όπως μπορεί ο καθένας, με τη γροθιά ή με τον  λόγο ενάντια στην τυραννία.

Το ποίημα του βιβλίου (Όταν πεθαίνει ένα παιδί) αναδεικνύει την πιο επώδυνη αντίθεση αυτού του κόσμου, ο οποίος κινείται με βάση το ατομικό κέρδος των λίγων: Απ’ τη μια  η υπερπαραγωγή πλούτου και απ’ την άλλη η παιδική θνησιμότητα. Όπως τότε στη δικτατορία ο καλλιτέχνης μάς έδωσε το μήνυμά του, έτσι και σήμερα αυτό το μήνυμα είναι αναγκαίο και επίκαιρο από ποτέ : Βγείτε από το γύψο, το λήθαργο, που σας έχουν βάλει οι δυνατοί της γης. Διαμαρτυρηθείτε για το θάνατο των αθώων παιδιών, που φέρνει η άνιση κατανομή του παγκόσμιου πλούτου, όπως μπορεί ο καθένας και το καταλαβαίνει, ακόμη και με σφιγμένες τις γροθιές.

 

                                             Οκτώβριος 2021

                    Βασίλης Σταυρόπουλος, 3ο Γυμνάσιο Μοσχάτου, Β4.

 

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

«Πως οι δυνατοί εκμεταλλεύονται τους αδύναμους». Με αφορμή το διήγημα «Ο πιστός φίλος» του Όσκαρ Ουάιλντ.

 

         Για να υπάρχει εκμετάλλευση των αδύναμων από τους δυνατούς, πρέπει να υπάρχουν δυνατοί και αδύναμοι. Στην πρωτόγονη εποχή όλη η ομάδα-φυλή συνεργαζόταν μαζί και δεν υπήρχαν ούτε δυνατοί ούτε αδύναμοι. Οι δυνατοί άρχισαν να εμφανίζονται όταν η δουλειά των ανθρώπων πρόσφερε περισσότερα αγαθά απ’ ό,τι χρειάζονταν. Αυτοί που μπορούσαν να έχουν περισσότερο μερίδιο από αυτό το πλεόνασμα-πλούτο ήταν οι δυνατοί: Ο βασιλιάς, οι αριστοκράτες, οι ευγενείς, οι φεουδάρχες, οι πλούσιοι έμποροι, οι βιομήχανοι.

         Στο διήγημά μας ο δυνατός είναι ο πλούσιος μυλωνάς με τα πολλά σακιά αλεύρι, τα μεγάλα κοπάδια ζώων και την πλούσια ζωή του. Ο αδύναμος είναι ο μικρούλης Χανς, που προσπαθεί να ζήσει με τους ελάχιστους καρπούς της δουλειάς του. Ο δυνατός μυλωνάς υποκρινόμενος τον φίλο του αδύναμου Χανς, προσπαθεί κάθε στιγμή, με κάθε ευκαιρία, να τον εκμεταλλευτεί ανάλγητα, όσο περισσότερο μπορεί, για δικό του όφελος. Αδιαφορεί, αν ο αδύναμος Χανς θα καταφέρει να επιβιώσει τον σκληρό χειμώνα και τον μαλώνει, όταν πια κατάκοπος προσπαθεί να ξεκουραστεί. Του ζητάει να προσφέρει κι άλλη εργασία στο όνομα της δήθεν φιλίας τους και με την υπόσχεση ότι θα του δώσει το καροτσάκι του, άχρηστο για τον ίδιο αλλά πολύ σημαντικό για τον αδύναμο Χανς, ζητάει κι άλλη θυσία : Να θέσει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή για όφελος του δυνατού μυλωνά.

         Εν κατακλείδι, οι δυνατοί, όχι μόνο εκμεταλλεύονται τους αδύναμους σκληρά και ανελέητα για να αποκτήσουν περισσότερο πλούτο, όχι μόνο τους αρπάζουν πράγματα από την ελάχιστη περιουσία τους, αλλά τους ζητούν και άλλες θυσίες στο όνομα της φιλίας και του κοινού καλού. Πόσο ταιριαστοί φαντάζουν οι στοίχοι ενός ποιήματος του Μπρεχτ που διάβασα πρόσφατα : «Αυτοί που αρπάζουν το φαΐ απ’ το τραπέζι κηρύσσουν τη λιτότητα. Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα ζητάνε θυσίες. Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν (Μπέρτολ Μπρεχτ - Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου)»

                                                     

                           Βασίλης Σταυρόπουλος  Α4  3ο Γυμνάσιο Μοσχάτου.

 

         Νομαδική κτηνοτροφία

Ιούνιος 2021. Επιτέλους το σχολείο τελείωσε. Όχι ότι κουράστηκα να πηγαίνω δηλαδή, μετά από το lockdown και την καραντίνα του κορωνοϊού, αλλά επιτέλους ήμουν ελεύθερος να βγω έξω, χωρίς μαθήματα. Το σπουδαιότερο, όμως, ήταν ότι θα μπορούσα να ανέβω στο βουνό μαζί με τον πατέρα μου, τον παππού μου, τους άλλους συγχωριανούς και τα κοπάδια μας, για να ξεκαλοκαιριάσουμε, όπως κάνουμε κάθε χρόνο. Αυτοί ήταν ήδη εκεί με τα πρόβατα από τις 24 Απριλίου, την επομένη του Αη Γιώργη, όπως κάνουν κάθε χρόνο. Κατέβηκαν όμως για να πάρουν και εμένα μαζί τους και άλλα παιδιά του χωριού, τώρα που τέλειωσε το σχολείο.

Και να ‘μαι στο πίσω κάθισμα του αγροτικού μαζί με τον πατέρα μου και τον παππού μου, να ανηφορίζουμε τους αγροτικούς δρόμους στις αγραφιώτικες πλαγιές. Αριστερά και δεξιά ορθώνονται καταπράσινα πεύκα και έλατα, που χάνονται σε βαθιές χαράδρες. Άλλη μια φορά θα κάνω το «διάβα».

-       «Πατέρα, γιατί το λέμε «διάβα»;

-       «Έτσι λέγεται η διαδρομή από τα χειμαδιά, τα πεδινά μέρη, όπου είναι το κοπάδι το χειμώνα, στα ορεινά, όπου θα κάτσουμε όλο το καλοκαίρι έως τα μέσα του φθινοπώρου, έως τις 26 Οκτωβρίου, που επιστρέφουμε πάλι».

-       «Και είναι η ίδια διαδρομή πάντα;»

-       «Πάντα. Εδώ και πολλά χρόνια, μπορεί και αιώνες. Εγώ πάντως την κάνω εδώ και πενήντα χρόνια.»

-       «Και εγώ εβδομήντα. Και πριν από μένα, την έκανε ο πατέρας μου και ο παππούς μου», συμπλήρωσε ο παππούς μου, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού.

-       «Πατέρα, πως ξεκίνησε η μετακινούμενη κτηνοτροφία;»

-       «Μετακινούμενη την λένε τώρα. Παλιά λεγόταν νομαδική κτηνοτροφία, γιατί μαζί με τα κοπάδια μετακινούταν και ολόκληρες οι οικογένειες. Νομάδες λέγονται οι άνθρωποι που μετακινούνται από τόπο σε τόπο, γι’ αυτό και η κτηνοτροφία ονομάστηκε νομαδική. Σήμερα πλέον μετακινούνται μόνο τα κοπάδια με αυτοκίνητα φορτηγά με τους άντρες της οικογένειας μόνο. Οι γυναίκες δεν ακολουθούν.»

-       «Ναι, καλά, αλλά πώς ξεκίνησε;»

-       «Η νομαδική κτηνοτροφία ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν ακόμη είχαμε Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες εκείνης της εποχής κατέφυγαν στα βουνά για να ξεφύγουν από τους Τούρκους, για να επιβιώσουν και επειδή χρειαζόντουσαν φαγητό, έπρεπε να στραφούν προς τη φύση για αυτό. Καλλιεργούσαν μικρά κομμάτια γης που έφτιαχναν στα βουνά αλλά αυτό δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες τους και έτσι χρησιμοποίησαν τα ζώα, κυρίως κατσίκες και πρόβατα, ντόπια είδη, για να επιβιώσουν.»

-       «Και ο κάθε βοσκός είχε το κοπάδι του;»

-       «Στην αρχή ήταν μεμονωμένοι βοσκοί με τα κοπάδια τους αλλά μετά ήταν μια μεγάλη οικογένεια με τους πολλούς συγγενείς και τα κοπάδια τους, στη συνέχεια πολλές συγγενικές οικογένειες με τα ζώα τους και τέλος το τσελιγκάτο.»

-       «Τι είναι το τσελιγκάτο;».

-       «Το τσελιγκάτο ήταν ένα σύνολο οικογενειών γύρω από μία μεγάλη οικογένεια, αυτή του αρχιτσέλιγκα. Είχαν ενώσει τα κοπάδια τους και όλα μαζί έφταναν τα 5.000 ζώα περίπου. Κουμάντο έκανε ο αρχιτσέλιγκας, που η οικογένειά του είχε και τα περισσότερα ζώα και οι υπόλοιποι λέγονταν «σμίχτες», αυτοί που είχαν πάνω από 200 κεφάλια και τσοπάνηδες, αυτοί που είχαν πάνω από 100. Αυτός είχε απόλυτη εξουσία και διαπραγματευόταν με ιδιοκτήτες των τσιφλικιών για τους βοσκοτόπους, που θα πήγαιναν τα ζώα τους. Μιλούσε και κανόνιζε με τους εμπόρους τις τιμές που αυτοί θα έπαιρναν τα ζώα, το γάλα, το τυρί, το μαλλί και με τα χρήματα που μάζευαν κανόνιζε για τις προμήθειες που χρειαζόταν το τσελιγκάτο. Βοηθούσε αυτούς που τα ζώα τους αρρώστησαν ή χτυπήθηκαν από λύκους», είπε ο παππούς.

-       «Και γιατί ενώνονταν μεταξύ τους;»

-       «Η ανάγκη των βοσκών για κοινή χρήση μεγάλων εκτάσεων βοσκοτόπων, η ανασφάλεια που επικρατούσε στην ύπαιθρο από ληστές, ζωοκλέφτες, αλλά και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους ήταν αυτό που τους έκανε να ενωθούν. Κάτι σαν συνεταιρισμός δηλαδή. Η ένωση ήταν ελεύθερη. Όποιος ήθελε έμενε ή έφευγε»

-       «Και σε ποια χωριά έμεναν;»

-       «Δεν έμεναν κάπου μόνιμα, Ήταν νομάδες, δηλαδή δεν είχαν συγκεκριμένο τόπο, ούτε στα ορεινά ούτε και στα πεδινά. Όλες μαζί οι οικογένειες, άντρες, γυναίκες, παιδιά, γυρνούσαν από τόπο σε τόπο, από βοσκοτόπι σε βοσκοτόπι, από τα βουνά στον κάμπο και συνεχώς μετακινούνταν με τα πόδια και με τη βοήθεια γαϊδουριών, μουλαριών, που κουβαλούσαν όλα τα υπάρχοντά τους εκεί. Γι’ αυτό και δε είχαν πολλά πράγματα. Μόνο τα αναγκαία.»

-       «Ναι αλλά που κοιμόντουσαν;»

-       «Στα κονάκια, δηλαδή σε στρογγυλές καλύβες ομαδικά τοποθετημένες, κοντύτερα ή μακρύτερα, ανάλογα με τη συγγένεια και τις σχέσεις των διαφόρων οικογενειών μεταξύ τους. Για τα ζώα είχαν τα μαντριά. Το χειμώνα τα έφτιαχναν πιο κοντά μεταξύ τους και το καλοκαίρι σε μεγαλύτερη απόσταση.»

-       «Και δηλαδή, παππού, τα παιδιά δεν πήγαιναν τότε σχολείο;»

-       «Όχι. Κάθε τσελιγκάτο όμως είχε μαζί του και ένα δάσκαλο και ένα παπά, για να μαθαίνει ο πρώτος στα παιδιά γράμματα και ο δεύτερος για να λειτουργεί.»

Τελικά ακόμη και νομάς να γίνεις, δεν γλιτώνεις το σχολείο και τον παπά, σκέφτηκα.

Είχαμε φτάσει στα μέσα περίπου της διαδρομής. Τα αφτιά μου ήδη είχαν αρχίσει να βουλώνουν λόγω του υψομέτρου. Όμως είχα και άλλες απορίες. Τι απέγινε το τσελιγκάτο, ο αρχιτσέλιγκας, οι σμίχτες, οι τσοπάνηδες; 

-       «Τελικά σήμερα γιατί δεν έχουμε πια τσελιγκάτα;»

-       «Μετά την απελευθέρωση, την αγροτική μεταρρύθμιση (το 1917) και την απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών (το 1924), προκειμένου να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που είχαν εγκατασταθεί στις αγροτικές περιοχές, ο κάθε χωρικός είχε και ένα μικρό κομμάτι γης που καλλιεργούσε. Οι κτηνοτρόφοι με τις οικογένειές τους εγκαταλείπουν τα βουνά και συνδυάζουν τη γεωργία με την κτηνοτροφία σε μικρές εκτάσεις γης που αγόρασαν στα πεδινά. Έτσι αυξήθηκαν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μειώθηκαν τα ελεύθερα βοσκοτόπια και τα λιβάδια. Οι βοσκοί νομάδες έγιναν κτηνοτρόφοι με δύο σταθερούς τόπους διαμονής, έναν πεδινό το χειμώνα και έναν ορεινό το καλοκαίρι. Το τσελιγκάτο έπαψε οριστικά να υπάρχει το 1938, όταν με το Νόμο 1223/1938, αναγκάστηκαν όλοι οι κτηνοτρόφοι να εγγραφούν στα δημοτολόγια των κοινοτήτων, όπου διαχείμαζαν, με συγκεκριμένους περιορισμούς ανά κοινότητα. Πλέον υπάρχουν οι μεμονωμένοι κτηνοτρόφοι που μετακινούταν εποχιακά, όπως εμείς.»

-       «Και είμαστε πολλοί;», ρώτησα τον πατέρα μου.

-       «Είμαστε ένας μικρός αριθμός κτηνοτρόφων περίπου 3.000, που μόνοι μας, την άνοιξη μεταφέρουμε τα κοπάδια μας, τα οποία αποτελούνται από 250 έως 400 περίπου ζώα, στα βοσκοτόπια στο βουνό με φορτηγά, περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά,  μένουμε εκεί για έξι περίπου μήνες και το φθινόπωρο επιστρέφουμε πάλι στην πεδιάδα. Κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι, εξακολουθούν να κάνουν το «διάβα» με τα πόδια. Τους παίρνει περίπου 10 ημέρες να ανέβουν στο βουνό και περίπου 20 να κατέβουν. Το κατέβασμα είναι πιο αργό γιατί η μέρα είναι μικρότερη και περπατούν λιγότερο.»

-       «Και στη διαδρομή, αυτοί που περπατούν, σταματούν το βράδυ για να κοιμηθούν;»

-       «Μα φυσικά. Στήνουν πρόχειρα μια εγκατάσταση και κοιμούνται στη γη, δηλαδή λαγοκοιμούνται γιατί προσέχουν και τα ζώα τους.»  

-       «Άραγε θα υπάρχει για πολύ ακόμη η μετακινούμενη κτηνοτροφία;»

-       «Παρότι έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά, η μετακινούμενη κτηνοτροφία συνεχώς μειώνεται. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της κτηνοτροφίας γίνεται σταβλισμένα. Δηλαδή σε μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπου εκτρέφονται πολλά ζώα ή στην καλύτερη περίπτωση σε μεγάλα μαντριά, όπου τα ζώα την ημέρα βόσκουν έξω στην ύπαιθρο σε μια ακτίνα 5 χιλιομέτρων και τη νύχτα σταβλίζονται και πάλι.»

-       «Στο τέλος θα εξαλειφθεί εντελώς», συμπλήρωσε ο παππούς.

-       «Γιατί όμως;», ρώτησα.

-       «Γιατί τα χωριά είναι ξεχασμένα από την πολιτεία, δεν υπάρχουν γιατροί, σχολεία, κέντρα υγείας, ο κόσμος εγκαταλείπει τα χωριά και πηγαίνει στην πόλη, οι καλλιέργειες όλο και αυξάνονται περισσότερο σε βάρος των λιβαδιών, οι μεγάλες κτηνοτροφικές επιχειρήσεις έχουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, οι τιμές που πουλάν τα ζώα, το γάλα, το τυρί είναι χαμηλές και δεν μπορεί να τις ανταγωνιστεί ο μετακινούμενος κτηνοτρόφος. Η εργασία του είναι σκληρή και δεν πληρώνεται όπως πρέπει. Το Κράτος δεν τον ενισχύει οικονομικά για να τον βοηθήσει, να αγοράσει φθηνά τις ζωοτροφές που χρειάζεται, για να πουλήσει και αυτός τα προϊόντα του φτηνά. Για όλα αυτά θα έρθει το τέλος.»

-       «Μα δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι θα χαθεί η παράδοση.»

-       «Η παράδοση δεν τους φέρνει κέρδη, γι’ αυτό και δεν τους νοιάζει.»

-       «Κανείς πια δεν θα θυμάται τα τραγούδια των τσοπάνων, των Βλάχων, των Σαρακατσαναίων, τα πανηγύρια και τις γιορτές, τη γιορτή της προβατίνας, τη γιορτή του βοσκού, τις τελετές αναχώρησης και επιστροφής στα χειμαδιά. Θα ξεχάσουν όλοι ότι η νομαδική κτηνοτροφία γέννησε και ανέθρεψε τους κλέφτες και τους αρματολούς, βοήθησε την εθνική αντίσταση, έκρυψε στις στάνες της αντάρτες κυνηγημένους.» είπε με σιγανή φωνή ο παππούς. 

Με τη συζήτηση πέρασε γρήγορα η ώρα και δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε. Με το που κατέβηκα η υπέροχη μυρωδιά της φύσης εισήλθε από τη μύτη μου στα πνευμόνια μου. Το τοπίο, καταπράσινο, σου έκοβε την ανάσα. Κάποιοι συμμαθητές μου ήταν ήδη εκεί. Ήταν η ώρα να απολαύσουμε το καλοκαίρι, που μόλις ξεκινούσε!

                                                               Μοσχάτο, Ιούνιος 2021

                           Βασίλης Σταυρόπουλος Α4 3ο Γυμνάσιο Μοσχάτου

Πηγές : Διαδίκτυο

1)https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/article/viewFile/9958/10062

2)https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/25726/1/%CE%9C.%CE%95.%20-%20%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%9F%CE%A3%20I.%20%CE%A0%CE%91%CE%A0%CE%A0%CE%91%CE%A3.pdf

4) https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/37918

5)http://www.agreri.gr/sites/default/files/projects/%CE%A4%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%88%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7%20%CE%98%CE%91%CE%9B%CE%97%CE%A3.pdf

6) https://www.youtube.com/watch?v=IVyU_at6Rmc

7) https://www.youtube.com/watch?v=3a_bRxWvW-o